Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τα εργαλεία παραγωγής

  • 1 орудие

    орудие с 1) το εργαλείο·\орудиея производства τα εργαλεία παραγωγής 2) воен. τ ο πυροβόλο, το κανόνι
    * * *
    с
    1) το εργαλείο

    ору́дия произво́дства — τα εργαλεία παραγωγής

    2) воен. το πυροβόλο,το κανόνι

    Русско-греческий словарь > орудие

  • 2 орудие

    ору́д||ие
    с
    1. τό ἐργαλείο[ν], τό σύνεργο:
    сельскохозяйственные \орудиеия τά ἀγροτικά γεωργικά ἐργαλεία· \орудиеия производства τά ἐργαλεία παραγωγής· \орудиеия труда τά ἐργαλεία τής ἐργασίας, τά ὀργανα τῆς δουλειάς·
    2. перен τό δργανο[ν], τό ὅπ-λο[ν]:
    \орудие классовой борьбы τό ὅπλο ταξικής πάλης· быть слепым \орудиеием εἶμαι πειθήνιο ὀργανο·
    3. воен. τό τηλεβόλο[ν], τό πυροβόλο[ν], τό κανόνι:
    полевое \орудие τό πεδινό πυροβόλο· тяжелые \орудиеия τά βαρέα τηλεβόλα· противотанковое \орудие τό ἀντιαρματικό πυροβόλο· зенитное \орудие τό ἀντιαεροπορικό πυροβόλο· дальнобойное \орудие τ£ πυροβόλο μεγάλου βεληνεκούς· самоходное \орудие τό μηχανοκίνητο πυροβόλο.

    Русско-новогреческий словарь > орудие

  • 3 производств^

    производств^
    с
    1. (изготовление) ἡ παραγωγή, ἡ κατασκευή:
    орудия \производств^а τά ἐργαλεία παραγωγής· средства \производств^а эк. τά μέσα παραγωγής· способ \производств^а ὁ τρόπος παραγωγής· промышленное \производств^ ἡ βιομηχανική παραγωγή· серийное \производств^ ἡ μαζική βιομηχανική παραγωγή· \производств^ зерна ἡ σιτοπαραγωγή, ἡ παραγωγή σιτηρών
    2. (выполнение) ἡ ἐκτέλεση [-ις], ἡ διεξαγωγή:
    \производств^ опытов ἡ ἐκτέλεση πειραμάτων
    3. (предприятие) τό ἐργοστάσιο[ν], ἡ βιομηχανική ἐπιχείρηση.

    Русско-новогреческий словарь > производств^

  • 4 орудие

    ουδ.
    1. εργαλείο, σύνεργο• μέσο•

    -я труда εργαλεία δουλειάς•

    земледль-ческое орудие αγροτικό εργαλείο•

    -я производства τα μέσα παραγωγής.

    2. μτφ. όργανο•

    слепое орудие τυφλό όργανο.

    3. πυροβόλο, κανόνι•

    самоходное орудие μηχανοκίνητο πυροβόλο•

    дально-ббиное орудие τηλεβόλο•

    полевое орудие πεδινό πυροβόλο•

    осадное орудие τοπομαχικό•

    зенитное орудие αντιαεροπορικό πυροβόλο•

    противотанковое орудие αντιαρματικό πυροβόλο•

    пальба из -ий κανονιοβολισμός, κανονίδι.

    Большой русско-греческий словарь > орудие

См. также в других словарях:

  • παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • Προυντόν, Πιερ Ζοζέφ — (Proudhon, Μπεζανσόν 1809 – Παρίσι 1865). Γάλλος πολιτικός και οικονομολόγος. Αφού πέρασε δύσκολη νεανική ζωή, εργαζόμενος ως τυπογράφος και συγχρόνως σπουδάζοντας, ο Π. έγινε γνωστότατος το 1840 με τη μελέτη του Tι είναι η ιδιοκτησία; (Qu’est ce …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • μηχανουργική κατεργασία — Το σύνολο των λειτουργιών οι οποίες, χρησιμοποιώντας μηχανολογικό εξοπλισμό, διαμορφώνουν υλικά με στόχο την παραγωγή εξαρτημάτων με συγκεκριμένες προδιαγραφές. Υπάρχουν πολλά μηχανουργικά εργαλεία, το πιο βασικό των οποίων είναι ο τόρνος. Ο… …   Dictionary of Greek

  • παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»